inmunizar - ορισμός. Τι είναι το inmunizar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι inmunizar - ορισμός


inmunizar      
inmunizar tr. Hacer inmune a alguien contra cierta *enfermedad o cierto daño. Mitridatismo. Defender.
inmunizar      
Sinónimos
verbo
Antónimos
verbo
Palabras Relacionadas
inmunizar      
verbo trans.
Hacer inmune
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για inmunizar
1. Y desde el punto de vista de la salud pública, además de inmunizar individualmente, lo que se persigue con la vacunación es hacer retroceder los agentes patógenos, y esto sólo se consigue vacunando de forma homogénea en todo el territorio a la edad que se considere más idónea.
2. Sanidad asumió la medida como inevitable La noticia en otros webs webs en español en otros idiomas El límite para inmunizar era 2010, pero las autonomías no han esperado Los medicamentos no evitan que haya que seguir haciendo citologías La decisión de incluir este tratamiento en los servicios sanitarios se adoptó en octubre de 2007 por unanimidad en el Consejo Interterritorial (el órgano de coordinación entre el Ministerio de Sanidad y las comunidades). Las autonomías tenían hasta 2010 para hacerlo, pero ninguna ha querido esperar.
Τι είναι inmunizar - ορισμός